- απαλλάσσω
- (AM ἀπαλλάσσω κ. -ττω) [αλλάσσω]Ι. ενεργ.1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνωII. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνωαρχ.ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.)1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω, απελευθερώνομαι, γλυτώνω2. φέρνω σε πέρας, τελειώνω(μτβ.)3. διώχνω, απολύω4. καταστρέφω, εξαφανίζω5. (Δικαν.) απαλλάσσω, ανακουφίζω κάποιον από τα χρέη του6. (ενεργ. κ. μέσ.) αναχωρώ, φεύγω7. (μέσ. κ. παθ.) πεθαίνω8. αφήνω, εγκαταλείπω9. είμαι μακριά ή κατώτερος από κάποιον10. απόλ. παύω, σταματώ11. αποσύρω ποινική δίωξη12. συμφιλιώνομαι13. φρ. α) «ἀπαλλάσσομαι ἐκ παίδων» — ενηλικιώνομαιβ) «ἀπαλλάσσομαι τοῡ βίου» — πεθαίνω«ἀπαλλάσσομαι τοῡ λέχους» — διαλύω τον γάμο μου, χωρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.